ἀλλοπρόσαλλος — leaning first to one side masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλοπροσάλλοιο — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλου — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλους — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλως — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπροσάλλῳ — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλε — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλοι — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπρόσαλλον — ἀλλοπρόσαλλος leaning first to one side masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)